- κόγχος
- ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή)κοίλωμα τού σώματος, κόγχη («οφθαλμικός κόγχος»)μσν.-αρχ.κοχύλιαρχ.1. μικρό μέτρο για υγρά2. το κοίλωμα τής ασπίδας3. μικρό αγγείο4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού5. πηχτός ζωμός από φακές.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κόγχη].
Dictionary of Greek. 2013.